- θάλεα
- θάλεα, τὰ (Α)ευφροσύνη, ευθυμία («Άστυάναξ... θαλέων ἐμπλησάμενος κῆρ», Ομ. Ιλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Πληθ. τού θάλος, τα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θάλεα — good cheer neut nom/voc/acc pl θάλος scion neut nom/voc/acc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Θάλεα — Θάλης masc acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Θαλέας — Θαλέᾱς , Θαλῆς masc nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαλέων — θάλεα good cheer neut gen pl θάλλω sprout fut part act masc nom sg (epic doric ionic aeolic) θάλος scion neut gen pl (epic doric ionic aeolic) θᾱλέων , θαλέω pres part act masc nom sg (epic doric ionic aeolic) θᾱλέων , θηλέω to be full of pres… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θάλλω — Αρχαιοελληνική θεότητα. Ήταν μία από τις τρεις Ώρες, που ταυτιζόταν συμβολικά με την ανοιξιάτικη βλάστηση. Στο όνομά της ορκίζονταν οι έφηβοι της αρχαίας Αθήνας. * * * (AM θάλλω) 1. βλαστάνω, ανθώ, ευδοκιμώ (α. «σε κάθε μόσχο, κάθε ανθό που… … Dictionary of Greek
σάλεα — τά, Α (λακων. τ.) η θάλεα* … Dictionary of Greek